- οπισθαύλιο
- τοαυλή στο πίσω μέρος σπιτιού, το πίσω από το σπίτι μέρος τής αυλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + αυλή (πρβλ. προ-αύλιο). Η λ., στον λόγιο τ. οπισθαύλιον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek